βουλιμος

βουλιμος
    βούλιμος
    βούλῑμος
    ὅ Plut. = βουλιμία См. βουλιμια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουλιμος" в других словарях:

  • βούλιμος — βούλιμος, ο (Α) η βουλιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός] …   Dictionary of Greek

  • βούλιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλίμοις — βούλιμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλίμου — βούλιμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλίμῳ — βούλιμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλιμοι — βούλιμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλιμον — βούλιμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Bulimia — (Del gr. bulimia < bulimos, que tiene mucha hambre < bus, buey + limos, hambre.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad que consiste en padecer un hambre insaciable. * * * bulimia (del gr. «boulimía») f. Med. Necesidad insaciable de… …   Enciclopedia Universal

  • βουλιμία — η (AM βουλιμία) [βούλιμος] ακόρεστη πείνα, αδηφαγία …   Dictionary of Greek

  • βουλιμιώδης — και βουλιμώδης, ες (Α) πεινασμένος, αχόρταγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλιμος ή < βουλιμία] …   Dictionary of Greek

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»